Το 449 πΧ γνώρισε την Ασπασία από τη Μίλητο, μέσω του κοινού τους γνωστού αρχιτέκτονα Ιππόδαμου. Οι δύο δυναμικές προσωπικότητες αμέσως ερωτεύθηκαν.
Δεν ήταν τόσο η ομορφιά της Ασπασίας, αλλά το πνεύμα και η καλλιέργειά της, που την έκαναν να ξεχωρίζει από τις γυναίκες της εποχής. Ήταν μια συναρπαστική συνομιλήτρια, που γοήτευε τους άνδρες με την παρουσία και την κουλτούρα της.
Ήταν η πρώτη ακροάτρια των λόγων του Περικλή, συζητούσε μαζί του όλες τις δημόσιες υποθέσεις και λέγεται ότι παρενέβη σε πολλά από τα σχέδια των έργων στην Ακρόπολη. Επιπλέον, έδειξε μητρική στοργή στα παιδιά του Περικλή από τον πρώτο του γάμο.
Η επιρροή της Ασπασίας στον πρώτο πολίτη της Αθήνας προκαλούσε αντιδράσεις, οι οποίες δεν περιορίζονταν μόνο στα καυστικά σχόλια των κωμικών. Μερικοί ξέφευγαν από τα όρια όπως ο Κρατίνος, ο οποίος αποκάλεσε την Ασπασία, παλλακίδα ασύστολη με τα σκυλίσια μάτια.
Στόχος ήταν ο Περικλής, αλλά ουδείς είχε το θάρρος να τον κατηγορήσει ευθέως, με δεδομένο ότι η τεράστια προσωπικότητά του δέσποζε στο κλεινόν άστυ. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι αναζητούσαν τρόπο να τον πλήξουν και εστίασαν στον ρόλο της Ασπασίας στο δημόσιο βίο. Η αδυναμία της ήταν οι προοδευτικές της απόψεις που για την εποχή ήταν σκανδαλώδεις.
Ο νόμος εγκρίθηκε και ο πρώτος που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα ήταν ο φιλόσοφος Αναξαγόρας, επιστήθιος φίλος του Περικλή, καθώς οι απόψεις του έρχονταν σε αντίθεση με τις κρατούσες θρησκευτικές αντιλήψεις. Ο Περικλής τον φυγάδευσε για να γλιτώσει.
Ένα πρωί το 432 πΧ, οι Αθηναίοι είδαν στη βασίλειο στοά μια πινακίδα αναρτημένη στην οποία αναγραφόταν η επίσημη αναγγελία κατά της Ασπασίας, που έλεγε ότι δεν τιμά τους Θεούς της πόλης. Την κατηγορούσαν ότι μίλησε με ασέβεια κατά των ιερών εθίμων και διέφθειρε τη νεολαία. Η πρώτη κυρία της πόλης αντιμετώπιζε τη θανατική ποινή.
Η δίκη
Κατήγορος ήταν ο Έρμιππος, ο οποίος είπε ότι η Ασπασία στην Ελευσίνα συζητούσε με τους σοφιστές Αναξαγόρα, Σωκράτη και Πρωταγόρα, ενώ στη γιορτή των Θεσμοφοριών προς τιμήν της Δήμητρας, θέλησε να διαφθείρει τις σεμνές και ελεύθερες γυναίκες.
Έφερε και μάρτυρες για να στηρίξει τις κατηγορίες του και ζήτησε την εσχάτη των ποινών για την Ασπασία.
Ο λόγος του βρήκε ευήκοα ώτα στους ηλικιωμένους, συντηρητικούς δικαστές, αλλά και σε μεγάλο τμήμα του πλήθους.
Τώρα ήταν η σειρά της υπεράσπισης και όλοι περίμεναν να ακούσουν τον δεινό ρήτορα να καταρρίπτει με την παροιμιώδη ψυχραιμία του τις κατηγορίες.
Ο Περικλής ψέλλισε τις πρώτες λέξεις με τρεμάμενη φωνή και παρά το γεγονός ότι απέκρουσε τα επιχειρήματα του Έρμιππου ήταν φανερά ταραγμένος.
Ο Περικλής υπενθύμισε στους δικαστές ότι όχι μόνο δεν μείωσε το αξίωμα των Θεών, αλλά τους ύψωσε μεγαλοπρεπείς ναούς και αθάνατα μνημεία με ανεπανάληπτα καλλιτεχνήματα πάνω στην Ακρόπολη.
Τόνισε με συγκίνηση ότι σε αυτό το έργο συνέδραμε τα μέγιστα η Ασπασία.
«Αν παρασυρθείτε από τα λόγια του Έρμιππου που σας παρακινεί να πάρετε από κοντά μου την έξοχη γυναίκα, τη γυναίκα μου, θα καταδικάσετε και μένα μαζί της», είπε ο Περικλής τελειώνοντας τον λόγο του και ένα δάκρυ κύλησε από το πρόσωπό του.
Όλοι έμειναν εμβρόντητοι μπροστά στην ανθρώπινη στιγμή του αδιαμφισβήτητου ηγέτη της πόλης.
Το νέο διαδόθηκε σε όλη την Αθήνα και επισκίασε ακόμη και τη νίκη του αθηναϊκού και κερκυραϊκού στόλου κατά των Κορινθίων στα Σύβοτα.
Η γυναίκα του Περικλή ανακηρύχθηκε αθώα και το ζεύγος αποχώρησε από την Ηλιαία υπό τις επευφημίες των Αθηναίων.
Το δάκρυ του Περικλή είχε πνίξει τα επιχειρήματα των αντιπάλων του, που δεν είχαν υπολογίσει ότι ο πανέξυπνος πολιτικός, θα καλούσε το δικαστήριο να καταδικάσει αυτόν και όχι την Ασπασία.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου